Το έχω ξαναπεί: όσο χειροτερεύουν τα πράγματα (και τους τελευταίους μήνες χειροτερεύουν σταθερά), τόσο με απασχολεί ο ρόλος της κωμωδίας και του χιούμορ στις ζωές μας. Μ' άλλα λόγια, εποχές που είναι, καλή η πλακίτσα, καλό είναι να ξεχνιόμαστε με το γέλιο, αλλά ακόμα καλύτερο αν το γέλιο αυτό έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα γύρω μας. Κι όταν λέω πραγματικότητα δεν εννοώ (μόνο) τα καζανάκια ή τα αεροπλάνα. Γι' αυτό το λόγο, ακόμα κι αν το observational είναι συχνά πολύ αστείο, ακόμα κι αν αυτό το blog έχει (και θα συνεχίσει να έχει) πολλά βιντεάκια που απλά μας κάνουν να γελάμε, πιάνω τον εαυτό μου να ζητάει το κάτι παραπάνω από την κωμωδί (είτε σαν περιεχόμενο, είτε σαν στυλ και μορφή).
Πάνω σ' αυτούς τους προβληματισμούς λοιπόν, ένα κείμενο κι ένα βίντεο. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 23 του περιοδικού barricada με τίτλο "ένα γέλιο θα τους θάψει;" και η αφορμή ήταν η φάρσα της Συντέλειας στη Λιάνα Κανέλλη, που μάλλον τώρα έχει ξεχαστεί (και πολύ θα μου άρεσε να ακούσω γνώμες κωμικών γι' αυτό αλλά και για το κείμενο). Ενώ στο βίντεο ο Doug Stanhope εξηγεί γιατί μισεί το observational comedy (αλλά τα χώνει και στους "τουρίστες της ζωής")....
Πάνε χρόνια από τότε που κάποιοι γράψανε το σύνθημα «ένα γέλιο θα σας θάψει». Βολονταριστική αλλά και παιχνιδιάρικη απειλή, ανήκει στην εποχή που τα κινήματα χρησιμοποίησαν τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και το χιούμορ ενάντια στην τάξη αυτού του κόσμου. Που η ίδια η πράξη του γέλιου αποθεώθηκε σαν η εκρηκτική, απαγορευμένη χειρονομία κόντρα στην επισημότητα και την κυρίαρχη ηθική, ενάντια στις πειθαρχήσεις του σχολείου και της δουλειάς, απέναντι ακόμα και στη σοβαροφάνεια της αριστεράς και της «επαναστατικής» υψηλής πολιτικής. Τα κινήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70 ξεχώρισαν χάρη (και) σ’ αυτήν την αυθάδεια. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι στην Ιταλία της δεκαετίας του ’70: στην ίδια γραμμή που ένωνε το dada με τους καταστασιακούς, χρησιμοποίησαν τον σαρκασμό και την ειρωνεία, τη σάτιρα και την παρωδία, τις αντιστροφές και τα λογοπαίγνια, για να μιλήσουν με μια νέα γλώσσα για τους καταναγκασμούς και τις πειθαρχήσεις της μισθωτής σκλαβιάς αλλά και για τον δογματισμό και την υποκρισία της αριστερής πρωτοπορίας.
Πάνω σ' αυτούς τους προβληματισμούς λοιπόν, ένα κείμενο κι ένα βίντεο. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 23 του περιοδικού barricada με τίτλο "ένα γέλιο θα τους θάψει;" και η αφορμή ήταν η φάρσα της Συντέλειας στη Λιάνα Κανέλλη, που μάλλον τώρα έχει ξεχαστεί (και πολύ θα μου άρεσε να ακούσω γνώμες κωμικών γι' αυτό αλλά και για το κείμενο). Ενώ στο βίντεο ο Doug Stanhope εξηγεί γιατί μισεί το observational comedy (αλλά τα χώνει και στους "τουρίστες της ζωής")....
Πάνε χρόνια από τότε που κάποιοι γράψανε το σύνθημα «ένα γέλιο θα σας θάψει». Βολονταριστική αλλά και παιχνιδιάρικη απειλή, ανήκει στην εποχή που τα κινήματα χρησιμοποίησαν τη φαντασία, τη δημιουργικότητα και το χιούμορ ενάντια στην τάξη αυτού του κόσμου. Που η ίδια η πράξη του γέλιου αποθεώθηκε σαν η εκρηκτική, απαγορευμένη χειρονομία κόντρα στην επισημότητα και την κυρίαρχη ηθική, ενάντια στις πειθαρχήσεις του σχολείου και της δουλειάς, απέναντι ακόμα και στη σοβαροφάνεια της αριστεράς και της «επαναστατικής» υψηλής πολιτικής. Τα κινήματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70 ξεχώρισαν χάρη (και) σ’ αυτήν την αυθάδεια. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Μητροπολιτικοί Ινδιάνοι στην Ιταλία της δεκαετίας του ’70: στην ίδια γραμμή που ένωνε το dada με τους καταστασιακούς, χρησιμοποίησαν τον σαρκασμό και την ειρωνεία, τη σάτιρα και την παρωδία, τις αντιστροφές και τα λογοπαίγνια, για να μιλήσουν με μια νέα γλώσσα για τους καταναγκασμούς και τις πειθαρχήσεις της μισθωτής σκλαβιάς αλλά και για τον δογματισμό και την υποκρισία της αριστερής πρωτοπορίας.
Η νέα
ασεβής, αιρετική γλώσσα έφτασε και στα μέρη μας, όπως πάντα με όχημα αισχρές
μειοψηφίες: οι τοίχοι των (συχνά κατειλημμένων) σχολών στα τέλη των 70’s και
στις αρχές των 80’s είναι αδιάψευστοι μάρτυρες. Το πνεύμα αυτό τροφοδότησε μια
σειρά από υπόγειες εκφράσεις της αντι-κουλτούρας. Τα φανζίν κι αργότερα τα
έντυπα δρόμου, είναι μόνο κάποιες από αυτές που άνθισαν τα χρόνια που οι
μεσολαβήσεις είτε δεν υπήρχαν, είτε ήταν πολύ δύσκαμπτες για να συλλάβουν τις
αθόρυβες ανταρσίες κόντρα στον συντηρητισμό και τη σοβαρότητα. Οι κατάλληλες
μεσολαβήσεις όμως δε θα αργούσαν να εμφανιστούν και μάλιστα με ορμητική
επιτυχία. Η συνταγή ήταν ήδη δοκιμασμένη στο εξωτερικό και γρήγορα φάνηκε ότι
το νόμισμα της «προοδευτικής» αμφισβήτησης και του «δε θα γίνουμε σαν τους
γονείς μας» είχε και άλλη όψη: τη «χαρά της ζωής» και την έκσταση, τη γρήγορη
ανέλιξη, ένα νέο καλογυαλισμένο μικροαστισμό, με μια λέξη την κατανάλωση. Στα
πρώτα βήματα του lifestyle, το γέλιο - πράξη επίθεσης μετατράπηκε γρήγορα σε
αστραφτερό χαμόγελο, στο χαμόγελο της επιτυχίας. Ενόσω το lifestyle
αποικιοποιούσε όλο και περισσότερες περιοχές της «αμφισβήτησης», έβρισκε
ταυτόχρονα τον τρόπο να επενδύσει παλιές αξίες, όπως η πατρίδα και η μεταφυσική.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90, καθώς η πλειοψηφία της κοινωνίας
στρεφόταν ενάντια στους νέους σκλάβους, τους μετανάστες, κι ενάντια στους
βόρειους «ξυπόλητους» γείτονες, το δίπολο σεξ-φράγκα συμβάδιζε ανοιχτά κι
αρμονικά με τις πιο ανθρωποφάγες ορέξεις. Εκεί που η παλιά κυρίαρχη ιδεολογία
είχε καθήκον να κρύβει και να κουκουλώνει τη βαρβαρότητα, η νέα ιδεολογία του
lifestyle ανέλαβε να την κάνει ελκυστική - γιατί όχι και αστεία. Το «χιούμορ»
της «μαύρης τρύπας» του γνωστού Θέμου, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90,
ήταν η πιο ελεεινή και κραυγαλέα απόδειξη ότι το γέλιο όχι μόνο μπορεί να
συνυπάρχει με τη βία και τον κυνισμό, αλλά και να τα συνοδεύει. Τα ανέκδοτα για
τους Αλβανούς, τις ρωσίδες και τους εβραίους εκπαίδευσαν το - με αριστερές
καταβολές - κοινό της Ελευθεροτυπίας στο χιούμορ του νικητή - επιτυχημένου.
Ήταν η χρυσή εποχή της ιδιωτικής τηλεόρασης αλλά
ακόμα και τότε υπήρχε η δυνατότητα να γεννιούνται από τα κάτω, σε παρέες και σε
υπο-κουλτούρες, χιουμοριστικές «μόδες», ανέκδοτα και αστεία, τα οποία οι
ειδικοί της μεσολάβησης θα πάσχιζαν να ελέγξουν και να αξιοποιήσουν. Με το
πέρασμα των χρόνων άρχισε να συμβαίνει το ανάποδο: η τηλεόραση να καθορίζει τι
είναι αστείο και τι όχι και οι παρέες να αναπαράγουν τηλεοπτικές ατάκες (τύπου
Λαζόπουλου). Πέρα από τη συνηγορία στον κυνισμό, αυτή η περίοδος έχει να
επιδείξει αναρίθμητα δείγματα βλακείας και κακού γούστου (όπως και ελάχιστες
συνήθως σουρεαλιστικές εξαιρέσεις). Όταν πια η τηλεόραση έφτασε στον κορεσμό
και το κιτς θέαμα άρχισε να κουράζει και τους μαθημένους στα σκουπίδια
τηλεθεατές, η «χιουμοριστική» διέξοδος βρέθηκε στην αυτοαναφορικότητα και την
αυτογελοιοποίηση. Πρωταγωνιστής σ’ αυτό το εγχείρημα, που εκτός των άλλων
πάντρεψε την τηλεόραση με την ανερχόμενη κουλτούρα του internet και του
youtube, ήταν συμπτωματικά ο ίδιος σιχαμένος τύπος, ο Θέμος Αναστασιάδης.
Όπως και σε άλλες μορφές έκφρασης, έτσι και στο
χιούμορ, το internet απελευθέρωσε και έδωσε διέξοδο σε μια σειρά από
δημιουργικές δυνατότητες. Το ότι η επίσημη βιομηχανία της διασκέδασης ή η
τηλεόραση στράφηκε πάλι στους ανώνυμους «κωμικούς», στα αστεία που κυκλοφορούν
από στόμα σε στόμα (ή καλύτερα από οθόνη σε οθόνη) και στο παρεϊστικο χιούμορ
που πλέον διαδίδεται στα social media, δείχνει το αδιέξοδό της αλλά και τον
πλούτο που μέχρι πρότινος πέρναγε συνήθως απαρατήρητος. Ωστόσο το διαδίκτυο δεν
είναι απλά ένα νέο μέσο με περισσότερες δυνατότητες, ούτε μόνο μια νέα μορφή
μεσολάβησης. Μετασχηματίζει διαρκώς στοιχειώδεις ανθρώπινες λειτουργίες όπως η
μνήμη, η ακρόαση ή η προσοχή, πολλώ μάλλον περισσότερο σύνθετες διαδικασίες
όπως το χιούμορ. Κι αφού η υπερσυσσώρευση πληροφοριών και ερεθισμάτων είναι
κεντρική στη νέα κουλτούρα του internet, είναι μοιραίο ότι για κάθε ευφυές,
ανατρεπτικό εύρημα, θα υπάρχουν δεκάδες ανούσιες και ανόητες κοινοτυπίες. Μ’
αυτήν την έννοια το internet μόνο σε ένα πολύ μικρό κομμάτι του είναι το
«βασίλειο» της νέας δημιουργικότητας. Την ίδια στιγμή και σε μεγάλο βαθμό,
αποθεώνει τη διανοητική φτώχια και το εφήμερο, την ευκολία και τη σύγχυση.
Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς: κάθε κοινωνία
έχει το χιούμορ που της αξίζει. Και η ελληνική κοινωνία -ειδικά την εποχή της
κρίσης- είναι ένα καλό παράδειγμα: ο πολλαπλασιασμός της φτήνιας, η αυτιστική
αναπαραγωγή διαφημιστικών σλόγκαν, το δήθεν «cult», η επανάληψη των στερεοτύπων,
είναι τα πιο συνηθισμένα μοτίβα και γίνονται φανερά εκεί που ο καθένας μπορεί
να εκφραστεί ελεύθερα: στα social media. Όσο η σκέψη και η γλώσσα φτωχαίνουν,
τόσο το γέλιο έρχεται παβλωφικά από παιδιάστικα αστεία. Όσο ο κυνισμός, η
ψυχρότητα και η ακηδία γίνονται ο κανόνας, τόσο πιο φυσικός φαντάζει ο
χλευασμός του κάθε φορά αδύνατου. Όσο η κοινωνία καταφεύγει στον μιλιταρισμό
και στον κανιβαλισμό, τόσο το χιούμορ και η πλακίτσα λειτουργούν σαν
«φυσικοποίηση» της βίας, σαν νομιμοποίηση της βαρβαρότητας, σαν κανονικοποίηση
της φρίκης. Κι όσο η σκέψη και η κριτική αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις (είτε
λέγονται «οικονομικά μέτρα», είτε δ.ν.τ., είτε χρυσή αυγή) σχηματικά και
συνθηματολογικά, τόσο τα σχετικά αστεία επιβεβαιώνουν τα στερεότυπα και τις βεβαιότητες
που υποτίθεται ότι στοχεύουν να ανατρέψουν. Με δυο λόγια, εκεί που το χιούμορ
θά ’πρεπε να ανατρέπει, να εκπλήσσει, να αμφισβητεί και να σαρκάζει, πλέον απλά
επιβεβαιώνει την ενότητα αυτού του κόσμου και γίνεται το ανώδυνο συμπλήρωμα σε
μια στρεβλή δημοσιότητα.
Κάποιος
έχει πει ότι το να αναλύεις το χιούμορ είναι σαν να κάνεις ανατομία σε βάτραχο:
λίγοι ενδιαφέρονται και ο βάτραχος πεθαίνει. Όταν όμως η κυρίαρχη ιδεολογία και
το πνεύμα της εποχής ναρκοθετούν αυτά που κάποτε ήταν όπλα των κινημάτων -το
χιούμορ και την ειρωνεία- ίσως είναι ώρα να πεθάνουν μερικά βατράχια. Δε
χρειάζονται ένα ζευγάρι γάντια του μποξ, μια πράκτορας-όψιμη κομμουνίστρια και
μερικοί γελωτοποιοί-τηλεμαϊντανοί, για να συνειδητοποιήσουμε ότι η βαρβαρότητα
μπορεί να προελαύνει και με χαμόγελο. Στην εποχή της γενικευμένης σύγχυσης και
της συνύπαρξης φλυαρίας και κενότητας, το να ξαναανακαλύψουμε το χιούμορ σαν
ανατροπή δε θα είναι εύκολη υπόθεση και θα περιλαμβάνει το να αμφισβητήσουμε
κάθε δεδομένο: για τα όρια (ή τα «μη όρια») στη σάτιρα, για την ελευθερία του
λόγου, για την πολιτική ορθότητα...
αφήνοντας τα αυτονόητα (κειμενάρα,μπλογκάρα,συνέχισε κτλ) μία ερώτηση για τα πριβέ βίντεο.Ξέρω ότι κατά 99% γίνεται λόγω copyrights και διαγραφής λογαριασμού,επειδή την είχες πάθει παλιότερα, αλλά το ίδιο ισχύει και για τα υπόλοιπα σάιτ (πχ vimeo)?
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι ότι τώρα υπάρχει καμιά σημαντική δυσκολία απλά θα διευκόλυνε πολύ το sharing αν δεν ήταν πριβε.
Τάσος
Ναι, γίνεται λόγω copyright. Όσο έχω ψάξει, κανένα site με video δεν είναι ασφαλές από αυτή την άποψη. Την έχω πατήσει έτσι ακόμα και στο vimeo που το θεωρούσα ok και μου έχουν σβήσει λογαριασμό (για το youtube δε συζητάμε). Οπότε επιλέγω να χρησιμοποιώ λίγο το vimeo, για μεγάλα βίντεο κυρίως και το Youtube όταν είμαι σίγουρος ότι δεν παίζει θέμα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα έπρεπε κανονικά ένα γέλιο μας να αρκούσε να τους θάψει. Τι να σου κάνει όμως το γέλιο όταν η πραγματικότητα χτυπά επίπεδα γελοιότητας τέτοια που αν κάποιος ισχυριστεί πως σε ένα παράλληλο σύμπαν αυτά που ζούμε είναι το σενάριο του πιο επιτυχημένου κωμικού σήριαλ δεν θα τον πεις και εντελώς τελείως παλαβό. Ε;
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ ελλην δεν αγαπά το χιούμορ. Αγαπά τον χαβαλέ ειδικά αυτόν που του θυμίζει τα χρόνια του γυμνασίου. Παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του ο γκρικ για να έχει χιούμορ και επειδή παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του αντιλαμβάνεται ως αστείο ότι τα “χώνει” ή προσβάλλει αυτό που υποτίθεται πως τον ενοχλεί. Λογικό και επόμενο είναι σε αυτή την κοινωνία οι μέγιστοι αστειάτορες να είναι ο σκώληξ ο κομιστής (ψόφο κακό αργό και βασανιστικό) ο λαζόπουλος με τις κλανιές οι αρβύλες με τα κρύα ανέκδοτα ή ακόμα και ο μπραφ. Επόμενο είναι να τα σκιάζει όλα η φοβέρα να τα πλακώνει η σκλαβιά. Ελάχιστα λογικό όμως....
Ίσως το χιούμορ και η ειρωνεία να είναι τα μόνα όπλα που έχουμε στην διάθεση μας για να σπάσουμε τον ζόφο. Μεγάλο θέμα ανοίγεις.
ΥΓ Εχώ μάθει διάφορους που δεν ήξερα μέσα απ΄το blog σου αλλά για τον eddie τον izzard σου χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη :)
Τι είναι τα prive video;
Γιατί στο μυαλό μου , το κατάλληλο παράδειγμα observational κωμικού , είναι ο Dylan Moran ?
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιώργος